απόκριση

απόκριση
η
απάντηση, απολογία: Δε μου έδωσες απόκριση σ' αυτό που σε ρώτησα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απόκριση — η (AM ἀπόκρισις) 1. απάντηση 2. απολογία 3. η απέκκριση αρχ. μσν. αποστολή, παραγγελία αρχ. 1. διαχωρισμός, διάκριση 2. είδος χορού …   Dictionary of Greek

  • ἀποκρίσῃ — ἀποκρίσηι , ἄποκρισλς fem dat sg (epic) ἀποκρίσηι , ἀπόκρισις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αποκριτικός — ή, ό (AM ἀποκριτικός, ή, όν) φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει 2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός αρχ. εκείνος που διαχωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

  • αντίλεξις — ἀντίλεξις, η (Α) απόκριση, απάντηση 2. θεατρικός διάλογος 3. αντίρρηση …   Dictionary of Greek

  • αντίλογος — ο (Μ ἀντίλογος, ο Α ἀντίλογος, ον) μσν. νεοελλ. απάντηση, απόκριση νεοελλ. αντιλογία, αντίρρηση μσν. μήνυμα, ανακοίνωση αρχ. ( ος, ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος …   Dictionary of Greek

  • αντίσωμα — το προστατευτική ουσία του οργανισμού που σχηματίζεται ως απόκριση στη διέγερση από ένα αντιγόνο …   Dictionary of Greek

  • απάντηση — η (AM ἀπάντησις, εως) απόκριση αρχ. μσν. συνάντηση αρχ. 1. συνοδεία, φρουρά 2. συζήτηση 3. επιμονή, σταθερότητα ενόψει αντίστασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”